- ἐφθείροντο
- φθείρωdestroyimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφθείροντ' — ἐφθείροντο , φθείρω destroy imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναταίος — ἐναταῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται την ένατη ημέρα («ἐφθείροντο οἱ πλεἱστοι ἐναταῑοι», Θουκ.) 2. (για πυρετό) αυτός που εκδηλώνεται κάθε ένατη ημέρα … Dictionary of Greek